- θηρείους
- θήρειοςof wild beastsmasc acc plθήρειοςof wild beastsmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάραξ — (I) ακος, ἡ, Α δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.). (II) ακος, ὁ, Α ο σκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ… … Dictionary of Greek